Βιθυνιακός

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Βιθυνιακός Βιθυνιακή τὸ Βιθυνιακόν
      γενική τοῦ Βιθυνιακοῦ τῆς Βιθυνιακῆς τοῦ Βιθυνιακοῦ
      δοτική τῷ Βιθυνιακ τῇ Βιθυνιακ τῷ Βιθυνιακ
    αιτιατική τὸν Βιθυνιακόν τὴν Βιθυνιακήν τὸ Βιθυνιακόν
     κλητική ! Βιθυνιακέ Βιθυνιακή Βιθυνιακόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Βιθυνιακοί αἱ Βιθυνιακαί τὰ Βιθυνιακᾰ́
      γενική τῶν Βιθυνιακῶν τῶν Βιθυνιακῶν τῶν Βιθυνιακῶν
      δοτική τοῖς Βιθυνιακοῖς ταῖς Βιθυνιακαῖς τοῖς Βιθυνιακοῖς
    αιτιατική τοὺς Βιθυνιακούς τὰς Βιθυνιακᾱ́ς τὰ Βιθυνιακᾰ́
     κλητική ! Βιθυνιακοί Βιθυνιακαί Βιθυνιακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Βιθυνιακώ τὼ Βιθυνιακᾱ́ τὼ Βιθυνιακώ
      γεν-δοτ τοῖν Βιθυνιακοῖν τοῖν Βιθυνιακαῖν τοῖν Βιθυνιακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

Βιθυνιακός < αρχαία ελληνική Βιθυνί(α) + -ακός

Επίθετο

Βιθυνιακός, -ή, -όν

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.