Βιενέζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βιενέζα οι Βιενέζες
      γενική της Βιενέζας
    αιτιατική τη Βιενέζα τις Βιενέζες
     κλητική Βιενέζα Βιενέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βιενέζα < θηλυκό του Βιενέζος

Ουσιαστικό

Βιενέζα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.