Αἴτνα

Αρχαία ελληνικά (grc)

δωρική κλίση
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Αἴτν
      γενική τᾶς Αἴτνᾱς
      δοτική τᾷ Αἴτν
    αιτιατική τὰν Αἴτνᾱν
     κλητική ! Αἴτν
1η κλίση, Κατηγορία 'τύχα' όπως «τύχα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αἴτνα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ai-dh < *h₂eydʰ- (φωτιά)

Κύριο όνομα

Αἴτνα, -ας θηλυκό δωρικός τύπος του Αἴτνη

Παράγωγα

  • Αἰτναῖος
  • αἰτναῖος

Αναφορές

  1. Αἴτνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.