Αἰόλιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Αἰόλιος (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Αἰόλιος | ἡ | Αἰολίᾱ | τὸ | Αἰόλιον |
| γενική | τοῦ | Αἰολίου | τῆς | Αἰολίᾱς | τοῦ | Αἰολίου |
| δοτική | τῷ | Αἰολίῳ | τῇ | Αἰολίᾳ | τῷ | Αἰολίῳ |
| αιτιατική | τὸν | Αἰόλιον | τὴν | Αἰολίᾱν | τὸ | Αἰόλιον |
| κλητική ὦ! | Αἰόλιε | Αἰολίᾱ | Αἰόλιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Αἰόλιοι | αἱ | Αἰόλιαι | τὰ | Αἰόλιᾰ |
| γενική | τῶν | Αἰολίων | τῶν | Αἰολίων | τῶν | Αἰολίων |
| δοτική | τοῖς | Αἰολίοις | ταῖς | Αἰολίαις | τοῖς | Αἰολίοις |
| αιτιατική | τοὺς | Αἰολίους | τὰς | Αἰολίᾱς | τὰ | Αἰόλιᾰ |
| κλητική ὦ! | Αἰόλιοι | Αἰόλιαι | Αἰόλιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Αἰολίω | τὼ | Αἰολίᾱ | τὼ | Αἰολίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | Αἰολίοιν | τοῖν | Αἰολίαιν | τοῖν | Αἰολίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αἰόλιος, -ία, -ιον
- (ελληνιστική κοινή) που σχετίζεται με τους Αιολείς
Παράγωγα
μουσική:
- Αἰοληΐς
- Αἰολία ἁρμονία
- Αἰόλιος νόμος
- Αἰόλιος τόνος
- Αἰόλιος τρόπος
- αἰόλισμα
- Ὑπεραιόλιος, ὑπεραιόλιος
- Ὑποαιόλιος, ὑποαιόλιος
Συγγενικά
- Αἰολεύς
- Αἰόλειος, αἰόλειος, Αἰόλῃος
- αἰολέω
- Αἰολίς (τοπωνύμιο, διάλεκτος, μουσικός όρος)
- αἰολιστί
- αἰολo-
→ και δείτε τη λέξη Αἴολος
Κύριο όνομα
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Αἰόλιος | οἱ | Αἰόλιοι | ||||
| γενική | τοῦ | Αἰολίου | τῶν | Αἰολίων | ||||
| δοτική | τῷ | Αἰολίῳ | τοῖς | Αἰολίοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | Αἰόλιον | τοὺς | Αἰολίους | ||||
| κλητική ὦ! | Αἰόλιε | Αἰόλιοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Αἰολίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Αἰολίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Αἰόλιος αρσενικό
Πηγές
- Αἰόλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.