Ασουνσιόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ασουνσιόν < ισπανική Asunción

Προφορά

ΔΦΑ : /a.sunˈsçon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ασουνσιόν

Κύριο όνομα

Πανοραμική άποψη της Ασουνσιόν

Ασουνσιόν θηλυκό

  1. η πρωτεύουσα της Παραγουάης
  2. γυναικείο όνομα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.