ΑΟΖ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΑΟΖ < Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη
Συντομομορφή
ΑΟΖ θηλυκό ακρωνύμιο
- (οικονομία, πολιτική) Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη
- ※ Κυρώθηκε η συμφωνία με την Αίγυπτο για την ΑΟΖ (εφ. Το Βήμα, 27.08.2020)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.