éventaire
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- éventaire < éventer
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| éventaire | éventaires |
éventaire (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) δίσκος από λυγαριά ενός μικροπωλητή που συγκρατείται με αορτήρα από τον λαιμό, ο πάγκος
- η έκθεση εμπορευμάτων στο δρόμο, έξω από ένα κατάστημα, ο πάγκος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη éventer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.