émigrant
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- émigrant < émigrer
Ουσιαστικό
émigrant (fr) αρσενικό
- ο μετανάστης, αυτός που εγκαταλείπει τη χώρα του, που μεταναστεύει (τη στιγμή που το κάνει)
Συγγενικά
- émigrante
- émigration
- émigré, émigrée
- émigrer
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.