écu

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

écu (fr) αρσενικό

  1. ασπίδα στον Μεσαίωνα
  2. (ιστορία) παλαιότερο γαλλικό νόμισμα που έφερε στη μία πλευρά οικόσημο της Γαλλίας
  3. παλιό αργυρό νόμισμα πέντε φράγκων
  4. μικρό κομμάτι χαρτιού, διαστάσεων 40 εκατοστών επί 52 εκατοστά
  5. (εραλδική) κομμάτι από μέταλλο σε σχήμα ασπίδας που χρησιμοποιείται σαν φόντο για ένα οικόσημο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.