zenith
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| zenith | zeniths |
Ουσιαστικό
zenith (en)
- (αστρονομία) το ζενίθ, η μεσουράνηση
- (μεταφορικά) το ζενίθ, η μεσουράνηση, η αποκορύφωση, το αποκορύφωμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.