yell
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
yell
yells
yell
(en)
η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρήματος
yell
(
φωνάζω
)
≈
συνώνυμα
:
shout
Ρήμα
ενεστώτας
yell
γ΄
ενικό
ενεστώτα
yells
αόριστος
yelled
παθητική μετοχή
yelled
ενεργητική
μετοχή
yelling
yell
(en)
ουρλιάζω
,
ωρύομαι
, «
βάζω τις
φωνές
»,
φωνάζω
he has
yelled
at him - του
έβαλε τις φωνές
≈
συνώνυμα
:
shout
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.