wiosna
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvʲjɔsna/
- ⓘ
Ουσιαστικό
wiosna (pl) θηλυκό
- η άνοιξη:
- μία από τις τέσσερις εποχές της εύκρατης ζώνης
- (μεταφορικά) τα χρόνια, η ηλικία ενός ατόμου
Συγγενικά
- wiosenny
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.