zima
Βοσνιακά
(bs)
Ουσιαστικό
zima
(bs)
ο
χειμώνας
Κροατικά
(hr)
Ουσιαστικό
zima
(hr)
θηλυκό
ο
χειμώνας
Πολωνικά
(pl)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈʑĩma
/
ⓘ
Ουσιαστικό
zima
(pl)
θηλυκό
ο
χειμώνας
, μία από τις τέσσερις
εποχές
της εύκρατης ζώνης
Συγγενικά
zimny
zimno
zimowy
wiosna
•
lato
•
jesień
•
zima
Σερβικά
(sr)
Ουσιαστικό
zima
(sr)
λατινική γραφή του
зима
Τσεχικά
(cs)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
zima
(cs)
ο
χειμώνας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.