who's

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία 1

who's: συναίρεση του who + 's (is)

Συγχώνευση

who's (en)

  • ποιος είναι; ή χρησιμοποιείται σε ερωτηματικές προτάσεις με who + το ρήμα is στον χρόνο του present continuous ή στους χρόνους που ανήκουν στο future tense με going to
    Who's it?
    Ποιος είναι;
    Who's the child?
    Ποιος είναι το παιδί;
    Who's swimming in our pool?
    Ποιος κολυμπάει στην πισίνα μας;
    Who's going to help the child?
    Ποιος θα βοηθήσει το παιδί;

Ετυμολογία 2

who's: συναίρεση του who + 's (has)

Συγχώνευση

who's (en)

  • χρησιμοποιείται σε ερωτηματικές προτάσεις με who + το ρήμα has για να φτιάξουν τον χρόνο του present perfect ή τον χρόνο του present perfect continuous
    Who's gone to New York?
    Ποιος έχει πάει στην Νέα Υόρκη;
    Who's been waiting for me?
    Ποιος με περιμένει;

Ετυμολογία 3

who's: συναίρεση του who + 's (does)

Συγχώνευση

who's (en)

  • (ανεπίσημο) χρησιμοποιείται σε ερωτηματικές προτάσεις με whowhom) + το ρήμα does στον χρόνο του simple present
    Who's she want to talk to?
    Με ποιον θέλει να μιλήσει;
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.