present continuous
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- present continuous → δείτε τις λέξεις present και continuous
Πολυλεκτικός όρος
present continuous (en) (μη μετρήσιμο)
- (γραμματική) ο ενεστώτας διαρκείας, ο χρόνος ρήματος στα αγγλικά που δηλώνει κάτι που γίνεται κατ' εξακολούθηση στο παρόν. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πράξη που θα συμβεί σε καθορισμένη στιγμή στο μέλλον. Αντίστοιχο με τον ελληνικό ενεστώτα.
- Στην ενεργητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα be (με κλίση) + ενεργητική μετοχή του ρήματος.
- ↪ I am leaving now.
- Φεύγω τώρα.
- ↪ They are swimming in the sea.
- Κολυμπούν στη θάλασσα.
- ↪ The airplane is leaving at four.
- Το αεροπλάνο φεύγει στις τέσσερις.
- ↪ I am leaving now.
- Στην παθητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα be (με κλίση) + being + παθητική μετοχή του ρήματος.
- ↪ The house is being cleaned.
- Το σπίτι καθαρίζεται.
- ↪ The house is being cleaned.
- Στην ενεργητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα be (με κλίση) + ενεργητική μετοχή του ρήματος.
Συνώνυμα
Υπερώνυμα
Συγγενικά
-
present continuous στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.