wallpaper
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
- η ταπετσαρία τοίχου, ειδικό διακοσμητικό χαρτί που το χρησιμοποιούν για την επένδυση τοίχων σε εσωτερικούς χώρους
- ↪ I am putting up wallpaper in the room.
- Βάζω ταπετσαρία στο δωμάτιο.
- ↪ I am putting up wallpaper in the room.
- (πληροφορική) η ταπετσαρία, το φόντο, η εικόνα που επιλέγω να έχω στην οθόνη του υπολογιστή, του κινητού μου κτλ.
- ↪ phone wallpaper - ταπετσαρία/φόντο κινητού
- ≈ συνώνυμα: background
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.