βίτσιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βίτσιο | τα | βίτσια |
| γενική | του | βίτσιου | των | βίτσιων |
| αιτιατική | το | βίτσιο | τα | βίτσια |
| κλητική | βίτσιο | βίτσια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βίτσιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βίτσιον < ιταλική vizio < λατινική vitium < *wi-tio- < *wei (ενοχή, παράπτωμα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvi.t͡si̯o/ & /ˈvi.t͡sço/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βί‐τσιο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.