versatile
Αγγλικά (en)
Επίθετο
versatile (en)
- πολύπλευρος, πολυτάλαντος
- που έχει πολλές χρήσεις ή λειτουργίες
- ευμετάβλητος, ασταθής, αλλοπρόσαλλος
- πολύμορφος
- ευέλικτος
- (αργκό) ενεργοπαθητικός ομοφυλόφιλος, ευέλικτων ρόλων, ευέλικτος (μπινές [όμως η λέξη μπινές είναι χυδαία και όχι απλά αργκό όπως η λέξη versatile)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.