versatile

Αγγλικά (en)

Επίθετο

versatile (en)

  1. πολύπλευρος, πολυτάλαντος
  2. που έχει πολλές χρήσεις ή λειτουργίες
  3. ευμετάβλητος, ασταθής, αλλοπρόσαλλος
  4. πολύμορφος
  5. ευέλικτος
  6. (αργκό) ενεργοπαθητικός ομοφυλόφιλος, ευέλικτων ρόλων, ευέλικτος (μπινές [όμως η λέξη μπινές είναι χυδαία και όχι απλά αργκό όπως η λέξη versatile)



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
versatile versatiles

Επίθετο

versatile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ευμετάβλητος, ασταθής

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.