ventrière
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
ventrière
ventrières
Ουσιαστικό
ventrière
(fr)
θηλυκό
κομμάτι
υφάσματος
που χρησιμεύει στην ανύψωση και συγκράτηση ενός
ζώου
(
τεχνολογία
)
εξάρτημα
που βρίσκεται στη μέση μιας
δομής
και συγκρατεί διάφορα εξαρτήματά της
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.