tufão

Πορτογαλικά (pt)

Ετυμολογία

tufão < (άμεσο δάνειο) αραβική طُوفَان (ṭūfān) < σινική γλώσσα όπως η κινεζική 大風 (dàfēng, σε διαλέκτους: tai fung´). Συγκρίνετε με τη λατινική typhon < αρχαία ελληνική Τυφῶν.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ιταλικά: tifone

Ουσιαστικό

tufão (pt) αρσενικό (πληθυντικός tufões)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.