tringle
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| tringle | tringles |
Ετυμολογία
- tringle < μέση γαλλική tingle
Προφορά
- ΔΦΑ : /tʁɛ̃ɡl/
Ουσιαστικό
tringle (fr) αρσενικό
- το κουρτινόξυλο, ο « σιδηρόδρομος »
- εργαλείο ενός τενεκετζή
- λείος ανάγλυφος διάκοσμος στο κάτω μέρος ενός τριγλύφου
Συγγενικά
- tringler
- tringlot
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.