theatre
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| theatre | theatres |
Ουσιαστικό
theatre (en) (βρετανική γραφή)
- το θέατρο, το κτίριο και η τέχνη
- (αμερικανική σημασία) ο κινηματογράφος, ένα κτίριο στο οποίο προβάλλονται ταινίες
- ↪ drive-in theatres - κινηματογράφοι αυτοκινήτων
- ↪ We will meet at the entrance of the theatre.
- Θα συναντηθούμε στην είσοδο του κινηματογράφου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cinema (βρετανικά αγγλικά)
- το θέατρο (πολεμικών επιχειρήσεων)
- ↪ a theatre of war
- το αμφιθέατρο (όπου δίνονται διαλέξεις, πχ σε πανεπιστήμια)
- η κινηματογραφική αίθουσα
- το χειρουργείο, ο τόπος όπου γίνονται χειρουργικές επεμβάσεις
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.