system

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

system < μέση γαλλική sisteme < λατινική systema < αρχαία ελληνική σύστημα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsɪstəm/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: system

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
system systems

system (en)

  • το σύστημα
    I installed a ventilation system.
    Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού.

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

πληροφορική:

Πηγές



Δανικά (da)

Ουσιαστικό

system (da)



Νορβηγικά (no)

Ουσιαστικό

system (no)



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsɨstɛ̃m/
 

Ουσιαστικό

system (pl) αρσενικό

  1. το σύστημα

Συγγενικά

  • systematyczny
  • systematyka
  • systemowy



Σουηδικά (sv)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

system (sv)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.