spout

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
spout spouts

spout (en)

  • το στόμιο
    the spout of a pump - το στόμιο μίας αντλίας

Ρήμα

ενεστώτας spout
γ΄ ενικό ενεστώτα spouts
αόριστος spouted
παθητική μετοχή spouted
ενεργητική μετοχή spouting

spout (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) αναβλύζω, βγάζω κάτι, ειδικά ένα υγρό, σε ένα ρεύμα με μεγάλη δύναμη ή κάτι βγαίνει με αυτόν τον τρόπο
    Blood spouted from the severed artery.
    Το αίμα ανάβλυσε με δύναμη από την κομμένη αρτηρία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη gush

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.