soldatesque
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| soldatesque | soldatesques |
soldatesque (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) σύνολο άξεστων και απειθάρχητων στρατιωτών
Επίθετο
| ενικός | πληθυντικός |
| soldatesque | soldatesques |
soldatesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- χαρακτηριστικός ενός στρατιώτη (λέγεται με αρνητική χροιά)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.