skill
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| skill | skills |
Ουσιαστικό
skill (en)
- (μη μετρήσιμο) η επιδεξιότητα, η δεξιότητα, η ικανότητα να κάνω κάτι καλά
- ↪ He wields the sword with great skill.
- Χειρίζεται το σπαθί με μεγάλη επιδεξιότητα.
- ↪ He conducted the negotiations with a lot of skill.
- Διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με μεγάλη επιδεξιότητα/δεξιότητα.
- ↪ He wields the sword with great skill.
- η ικανότητα, η δεξιότητα, μια συγκεκριμένη ικανότητα ή είδος ικανότητας
- ↪ an acquired/innate/exceptional/rare/special skill - επίκτητη/έμφυτη/εξαιρετική/σπάνια/ιδιαίτερη ικανότητα
- ↪ He is a man gifted with many skills.
- Είναι άνθρωπος προικισμένος με πολλές ικανότητες.
- ↪ She’s showing off her skills.
- Κάνει επίδειξη των ικανοτήτων της.
- ↪ a child with many skills - παιδί με πολλές δεξιότητες
- ↪ Weightlifting is one of the greatest skills-based athletic activities that one can do.
- Η άρση βαρών είναι μία από τις υψηλότερες αθλητικές δραστηριότητες βασισμένες σε δεξιότητες που μπορεί να κάνει κανείς.
Συνώνυμα
Σύνθετα
- skilled
- skilful (βρετανική γραφή)
- skillful (αμερικανική γραφή)
- skilfully (βρετανική γραφή)
- skillfully (αμερικανική γραφή)
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.