sign out
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | sign out |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | signs out |
| αόριστος | signed out |
| παθητική μετοχή | signed out |
| ενεργητική μετοχή | signing out |
Ρήμα
sign out (en)
- (πληροφορική) αποσυνδέομαι, εκτελώ τις ενέργειες που μου επιτρέπουν να ολοκληρώσω τη χρήση ενός υπολογιστή, μιας εφαρμογής ή ενός λογαριασμού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.