showy

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός showy
συγκριτικός showier
υπερθετικός showiest

Επίθετο

showy (en) (συχνά κακόσημο)

  • κραυγαλέος, φανταχτερός, επιδεικτικός, τόσο φωτεινά χρώματα, μεγάλο ή υπερβολικό που τραβάει πολύ την προσοχή
    a showy outfit - κραυγαλέο ντύσιμο
    showy wealth - κραυγαλέος πλούτος
    showy and very tasteless decoration - φανταχτερή και πολύ ακαλαίσθητη διακόσμηση
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη gaudy

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.