repentir

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ρήμα

repentir (fr)

  1. (pronominal: αντωνυμικό) μετανοώ

Ουσιαστικό

repentir (fr) αρσενικό

  1. η μετάνοια
  2. η θλίψη
  3. διόρθωση ενός πίνακα ζωγραφικής που γίνεται κατά τη διάρκεια της κατασκευής του

Συγγενικά



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ρήμα

repentir

  1. μετανοώ
  2. λυπάμαι

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet repentirs repentir
cas régime repentir repentirs

repentir αρσενικό

  1. η μετάνοια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.