στραβομουτσουνιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στραβομουτσουνιάζω < στραβός + -ο- + μουτσούνα + -ιάζω

Ρήμα

στραβομουτσουνιάζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

{{κλείδα-ελλ}

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.