rung
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
rung
rungs
rung
(en)
σκαλοπάτι
(οριζόντια δοκός) μιας σκάλας
οριζόντιο σχοινί-σκαλοπάτι ανεμόσκαλας (a
rung
of a
rope ladder
)
διαδοκίδα
, πχ ανάμεσα στα δύο πόδια μιας καρέκλας
Ρηματικός τύπος
rung
(en)
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
ring
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.