run up

Αγγλικά (en)

ενεστώτας run up
γ΄ ενικό ενεστώτα runs up
αόριστος ran up
παθητική μετοχή run up
ενεργητική μετοχή running up

Ετυμολογία

run up <  δείτε τις λέξεις run και up

Ρήμα

run up (en)

  1. ανεβάζω, επιτρέπω σε ένα λογαριασμό, ένα χρέος κτλ. να φτάσει σε μεγάλο σύνολο
    She ran up the bill.
    Ανέβασε τον λογαριασμό..
  2. ανεβάζω κάτι, ειδικά μια σημαία
    The ran up a flag outside of their house.
    Ανέβασαν μια σημαία έξω από το σπίτι τους.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.