run off

Αγγλικά (en)

ενεστώτας run off
γ΄ ενικό ενεστώτα runs off
αόριστος ran off
παθητική μετοχή run off
ενεργητική μετοχή running off

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις run και off

Ρήμα

run off (en)

  1. φεύγω γρήγορα από κάπου, το σκάω, παίρνω δρόμο
    He ran off with the cash.
    Το έσκασε με το ταμείο.
    When they say us, they ran off.
    Όταν μας είδαν το έσκασαν.
    When he saw me he ran off.
    Όταν με είδα πήρε δρόμο.
     συνώνυμα: run away,  και δείτε τη λέξη flee
  2. (ιδιωματισμός) κάνω φωτοαντίγραφα
    Can you run off some photocopies?
    Μπορείς να κάνεις φωτοαντίγραφα;
  3. (για υγρό) χύνομαι
    The tea boiled and ran off into the saucer.
    Το τσάι ξεχείλισε και χύθηκε στο πιατάκι.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.