roselet

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

roselet < υποκοριστικό του rose (τριαντάφυλλο)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
roselet roselets

roselet (fr) αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) το τριανταφυλλάκι
  2. μια ερμίνα με το θερινό της, κοκκινωπό, τρίχωμα
     συνώνυμα: herminette
  3. η γούνα μιας ερμίνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.