rocaille
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| rocaille | rocailles |
Ουσιαστικό
rocaille (fr) θηλυκό
- βραχότοπος
- τρόπος διακόσμησης κήπων με πέτρες, χαλίκια και μικρά φυτά
- τύπος διακόσμησης κτηρίων και επίπλων, στον 18ο αιώνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.