religioso

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

religioso < λατινική religiosus

Επίθετο

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό religioso religiosi
θηλυκό religiosa religiose

religioso (it)

  1. θρησκευόμενος
  2. έχει σχέση με την θρησκεία

Ουσιαστικό

religioso (it)

  1. κάποιος που είναι πιστός σε μια θρησκεία
  2. κατά επέκταση η εκκλησία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.