rayère
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| rayère | rayères |
Ουσιαστικό
rayère (fr) θηλυκό
- κατακόρυφο στενόμακρο άνοιγμα σε πύργο που επιτρέπει ασφαλή φωτισμό του εσωτερικού του
- (τεχνολογία) αγωγός νερού ενός νερόμυλου ή μιας υδρογεννήτριας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη rai
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.