rampant
Αγγλικά (en)
Επίθετο
rampant (en)
- αφηνιασμένος
- ανεξέλεγκτος, αχαλίνωτος
- (οικοσημολογία) όρθιο (σε κατακόρυφη θέση) γραφικό θηρίο σε θυρεό που στέκεται στο ένα πόδι και προβάλλει απειλητικά τα νύχια των ελεύθερων άκρων του (σχεδόν πάντα έχει ελαφρώς ανοιχτό στόμα από το οποίο ξεπροβάλλει η κυματιστή γλώσσα του)
- (αρκετά σπανιότερα) το γραφικό θηρίο δύναται να πατά και στα δύο πίσω άκρα, με ελαττωμένη έτσι τη δυναμική του
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- rampant < ramper
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.