racy

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός racy
συγκριτικός racier
υπερθετικός raciest

Επίθετο

racy (en)

  • πικάντικος, πιπεράτος, που έχει ένα στυλ που είναι συναρπαστικό και διασκεδαστικό, μερικές φορές με τρόπο που συνδέεται με το σεξ
    He told them racy stories/details.
    Τους διηγήθηκε πικάντικες ιστορίες/λεπτομέρειες.
    racy words/anecdotes/jokes - πιπεράτα λόγια/ανέκδοτα/αστεία
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη obscene

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.