régression
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- régression < λατινική regressio
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʁe.ɡʁɛ.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| régression | régressions |
régression (fr) θηλυκό
- η οπισθοδρόμηση
- η οπισθοχώρηση
- η παρακμή
- η υποβάθμιση
- η υποχωρητικότητα
- η αποσύνθεση, η σήψη
- (μαθηματικά) η παρεμβολή
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.