procuratie
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| procuratie | procuraties |
Ουσιαστικό
procuratie (fr) θηλυκό
- στη βενετική δημοκρατία, το παλάτι των προκουρατόρων
- (κατ’ επέκταση) ο τίτλος και η λειτουργία του προκουράτορα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη procurer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.