proceeding

Αγγλικά (en)

Ρηματικός τύπος

proceeding (en)

Ουσιαστικό

proceeding (en) και proceedings (πληθ)

  1. πορεία, διαδικασία
  2. πρόγραμμα εργασιών, τελετής
  3. νομική ενέργεια, αγωγή, προσφυγή στη δικαιοσύνη
  4. η πρόοδος, η μετάβαση που σημειώνεται από το ένα στάδιο στο άλλο
  5. τα πρακτικά συζητήσεων, εργασιών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.