pretend

Αγγλικά (en)

ενεστώτας pretend
γ΄ ενικό ενεστώτα pretends
αόριστος pretended
παθητική μετοχή pretended
ενεργητική μετοχή pretending

Ρήμα

pretend (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) προσποιούμαι, συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο, για να κάνω τους άλλους να πιστέψουν κάτι που δεν είναι αλήθεια
    He is not sick, he is just pretending.
    Δεν είναι άρρωστος, έτσι προσποιείται.
    He pretended he was going.
    Προσποιήθηκε ότι θα φύγει.
    He pretended to be dead.
    Προσποιήθηκε τον πεθαμένο.
     συνώνυμα:  play
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) προσποιούμαι, παίζω, ειδικά για τα παιδιά, φαντάζομαι ότι κάτι ισχύει ως μέρος ενός παιχνιδιού
    Let’s pretend we are doxtors.
    Ας προσποιηθούμε ότι είμαστε γιατροί.
    He is only pretending to box.
    Αυτός παίζει αντί να πυγμαχεί.
     συνώνυμα:  play

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.