premium
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| premium | premiums |
premium (en)
- το ασφάλιστρο, η ασφάλεια, ένα χρηματικό ποσό που πληρώνω μία φορά ή τακτικά για ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο
- ↪ single/monthly/mixed/annual/reduced premiums - ενιαία/μηνιαία/μικτά/ετήσια/μειωμένα ασφάλιστρα
- ↪ He paid the premium with express payment.
- Πλήρωσε την ασφάλεια με ταχυπληρωμή.
- το υπερτίμημα
- η ανταμοιβή
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.