poll
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| poll | polls |
poll (en)
- η δημοσκόπηση
- ↪ The polls have the government maintaining the lead in voters' preferences.
- Οι δημοσκοπήσεις φέρουν την κυβέρνηση να διατηρεί το προβάδισμα στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη opinion poll
- ↪ The polls have the government maintaining the lead in voters' preferences.
- η ψηφοφορία, οι κάλπες
- ↪ a large turnout at the polls - μεγάλη συμμετοχή στην ψηφοφορία
- ↪ The polls will stay open until sunset.
- Οι κάλπες θα μείνουν ανοιχτές μέχρι τη δύση του ηλίου.
Πολυλεκτικοί όροι
Ρήμα
| ενεστώτας | poll |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | polls |
| αόριστος | polled |
| παθητική μετοχή | polled |
| ενεργητική μετοχή | polling |
poll (en)
- διενεργώ δημοσκόπηση
- κόβω τα κέρατα ενός ζώου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.