pirater

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.ʁa.te/

Ρήμα

pirater (fr)

  1. (αμετάβατο) ασχολούμαι με την πειρατεία
  2. (μεταβατικό)
    1. πειρατεύω
    2. αναπαράγω ένα έργο χωρίς να πληρώσω τα δικαιώματα στον συγγραφέα (κ.α.) του
    3. κλέβω

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.