pirater
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ʁa.te/
Ρήμα
pirater (fr)
- (αμετάβατο) ασχολούμαι με την πειρατεία
- (μεταβατικό)
- πειρατεύω
- αναπαράγω ένα έργο χωρίς να πληρώσω τα δικαιώματα στον συγγραφέα (κ.α.) του
- κλέβω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.