pirate

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

pirate (en)

  1. ο πειρατής (των θαλασσών)
  2. ο πειρατής (του διαδικτύου, ή όποιος παραβιάζει πνευματικά δικαιώματα)

Ρήμα

pirate (en)

  1. είμαι πειρατής, πειρατεύω
  2. καταλαμβάνω ένα πλοίο με πειρατική ενέργεια
  3. παραβιάζω πνευματικά δικαιώματα



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pirate pirates

pirate (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Εκφράσεις

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη pirater
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.