pigeonnier

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

pigeonnier < pigeon

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pigeonnier pigeonniers

pigeonnier (fr) αρσενικό

  1. ο περιστεριώνας
  2. (μεταφορικά) το μικρό διαμέρισμα που βρίσκεται σε ψηλό όροφο, συνήθως κάτω από τη στέγη

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη pigeon
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.