pigeonnier
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- pigeonnier < pigeon
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| pigeonnier | pigeonniers |
pigeonnier (fr) αρσενικό
- ο περιστεριώνας
- (μεταφορικά) το μικρό διαμέρισμα που βρίσκεται σε ψηλό όροφο, συνήθως κάτω από τη στέγη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη pigeon
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.