pied-noir
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pje.nwaʁ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| pied-noir | pieds-noirs |
pied-noir (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- Γάλλος της Αλγερίας (κατά την εποχή της αποικιοκρατίας)
- Ο Καμύ (...) έδωσε τις μάχες εναντίον της αποικιοκρατίας, των ολοκληρωτισμών, της τρομοκρατίας, της βίας. Έδωσε τις μάχες εναντίον του μαξιμαλισμού των pieds-noirs και του μανιχαϊσμού των διανοουμένων του Παρισιού. (*)
Επίθετο
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| pied-noir | pieds-noirs |
pied-noir (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τους Γάλλους της Αλγερίας
Σημειώσεις
- Η γραφή, στο θηλυκό, pied-noire, pied-noires, συναντώνται επίσης, αλλά σπάνια.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.