photocopy
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| photocopy | photocopies |
photocopy (en)
- η φωτοτυπία, το φωτοαντίγραφο, το αντίγραφο από ένα φωτοαντιγραφικό
Ρήμα
| ενεστώτας | photocopy |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | photocopies |
| αόριστος | photocopied |
| παθητική μετοχή | photocopied |
| ενεργητική μετοχή | photocopying |
photocopy (en)
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.